Επιπτώσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής
Η είσοδος της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981 έφερε την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και τις επιδοτήσεις της.
Μέχρι τότε, οι επιδοτήσεις που δίνονταν από το Ελληνικό Κράτος σκοπό είχαν κυρίως την μείωση του κόστους των συντελεστών παραγωγής, ώστε ο αγρότης να μπορεί να παράγει φθηνά.
Η ΚΑΠ, ήταν μία κοινή πολιτική, η οποία στόχευε στην παροχή οικονομικών τροφίμων για τους πολίτες της ΕΕ και σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους γεωργούς. Το 1992, η ΚΑΠ μετατοπίζεται από τη στήριξη της αγοράς στη στήριξη των παραγωγών. Η στήριξη των τιμών περιορίζεται και αντικαθίσταται με τις πληρωμές άμεσων ενισχύσεων προς γεωργούς.
Το 2003, η ΚΑΠ αρχίζει να παρέχει στήριξη του εισοδήματος. Οι επιδοτήσεις αποσυνδέονται από την παραγωγή. Οι γεωργοί πλέον λαμβάνουν εισοδηματική ενίσχυση, εφόσον φροντίζουν την εκμετάλλευση και πληρούν τα πρότυπα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, την ευημερία των ζώων και την ασφάλεια των τροφίμων.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα εξαντλήσαμε την αγροτική μας πολιτική στο κυνήγι των επιδοτήσεων, οι οποίες έγιναν το πρωταρχικό κριτήριο για την επιλογή των παραγομένων ειδών. Το πόσο καταστροφική υπήρξε η εφαρμογή της ΚΑΠ για την Ελληνική αγροτική παραγωγή μπορεί να φανεί από την πορεία του αγροτικού ισοζυγίου που από πλεονασματικό μετατράπηκε σε εντόνως ελλειμματικό:
Έτος | Ισοζύγιο [1] |
---|---|
1981 | +38.367.000 € |
1991 | –311.102.000 € |
2001 | –1.003.460.000 € |
2008 | –3.043.506.477 € |
2011 | –1.987.300.000 € |
Παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως τα όσπρια, εγκαταλείφθηκαν καθώς η ΚΑΠ δεν τις επιδοτούσε. Τα όσπρια ήταν τμήμα της παραδοσιακής αμειψισποράς των ξηρικών χωραφιών (σιτηρά – ψυχανθή). Αυτό είχε αποτέλεσμα την μείωση της γονιμότητας των αγρών. Ταυτοχρόνως, οι αγρότες εγκατέλειψαν το μαλακό στάρι και το κριθάρι τα οποία ταίριαζαν καλύτερα στα χωράφια τους υπέρ του σκληρού σίτου, παρ’ όλο που είχε πολύ μικρότερη παραγωγή, επειδή αυτός επιδοτείτο.
Αποτέλεσμα ήταν η εξάρτηση της παραγωγής από υπερκατανάλωση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων με δυσμενέστατες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εδώ ας προσθέσουμε το ότι τα όσπρια και το μαλακό στάρι και το κριθάρι ήταν βασικές ζωοτροφές. Οι κτηνοτρόφοι έπρεπε πλέον να χορηγούν εισαγόμενες ζωοτροφές. Τα κόστη της παραγωγής αυξήθηκαν δραματικώς, τόσο στις μεγάλες καλλιέργειες, όσο και στην κτηνοτροφία.
Επίσης, όπως φαίνεται από το πιο κάτω διάγραμμα, οι Ελληνικές Κυβερνήσεις προέκριναν τις απ’ ευθείας πληρωμές πολύ περισσότερο από ό,τι οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών. Η διαφορά είναι ειδικώς πολύ μεγάλη αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με τον αρχικό πυρήνα της ΕΕ, που επέλεξε να χρησιμοποιήσει το 55% των κεφαλαίων από την ΚΑΠ στην ανάπτυξη της υπαίθρου. Οι απ’ ευθείας πληρωμές μπορεί να κερδίσουν ψήφους, αλλά οδηγούν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας μακροχρονίως.
Διάγραμμα: Κατανομή δαπανών ΚΑΠ 2007-2010[2]
Έτσι, η επίπτωση της ΚΑΠ στην Ελληνική αγροτική παραγωγή υπήρξε εξόχως αρνητική και οδήγησε σε δραματική μείωση της ανταγωνιστικότητος, απώλεια τεχνογνωσίας, μονοκαλλιέργειες άσχετες με το οικονομικό περιβάλλον (πχ βαμβάκι για μια φθίνουσα κλωστοϋφαντουργία), εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές τροφίμων και καταστροφή του περιβάλλοντος.
Η αρνητική επίπτωση της ΚΑΠ δεν περιορίστηκε μόνο στα παραπάνω, αλλά και στο εισόδημα των αγροτών, το οποίο από το 2005 έως το 2011 μειώθηκε κατά 25,5%, παρουσιάζοντας την δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ των 27, όπως δείχνει ο ακόλουθος πίνακας: [3]
Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη από έναν πλήρη ανασχεδιασμό της αγροτικής πολιτικής, η οποία από μία επιδοματική πολιτική πρέπει να γίνει πραγματική αγροτική πολιτική αναπτύξεως.
[1] http://www.tovima.gr/society/article/?aid=471992
[2] Agricultural Policy Perspectives, Member States factsheets – May 2012, Greece
[3] Statistical factsheets – Agriculture in the European Union and the Member States
Σχόλια
Κανένα σχόλιο ακόμα.